Γοργοφόνος

Γοργοφόνος
Μυθολογικόπρόσωπο. Βασιλιάς των Επιδαυρίων και ιδρυτής των Μυκηνών. Οι υπήκοοί του τον είχαν εξορίσει, αλλά καθώς περνούσε από το Άργιον όρος βρήκε λαβή ξίφους από ελεφαντόδοντο· θυμήθηκε τότε τον παλαιό χρησμό που τον προέτρεπε να χτίσει πόλη στο σημείο όπου θα έβρισκε μια τέτοια λαβή και θεμελίωσε τις Μυκήνες, που ονομάστηκαν έτσι από τον μύκητα του ξίφους. Αυτή τη λαβή είχε μαζί του ο Περσέας όταν πέρασε πετώντας πάνω από τους τόπους αυτούς χάρη στα φτερωτά του πέδιλα, μετά τον θάνατο της Μέδουσας.
* * *
Γοργοφόνος, -ον (θηλ. και Γοργοφόνη, η) (Α)
1. αυτός που σκοτώνει τη Γοργόνα
2. θηλ. ἡ Γοργοφόνα
επίθετο τής Αθηνάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γοργοφόνος — Gorgon killing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργοφόνον — Γοργοφόνος Gorgon killing masc/fem acc sg Γοργοφόνος Gorgon killing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργοφόνοι — Γοργοφόνος Gorgon killing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργοφόνοιο — Γοργοφόνος Gorgon killing masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργοφόνου — Γοργοφόνος Gorgon killing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργοφόνῳ — Γοργοφόνος Gorgon killing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Горгофона — (др. греч. Γοργοφόνα, «убийца Горгоны»)  в древнегреческой мифологии  эпитет Афины. Аналогично, Горгофон (др. греч. Γοργοφόνος)  эпитет Персея. Горгофоной звалась также дочь Персея и Андромеды. От первого брака она родила Левкиппа… …   Википедия

  • Gorgophonvs — GORGOPHŎNVS, i, Gr. Γοργοφόνος, ου, (⇒ Tab. XXI.) einer von Elektryons Söhnen, welche endlich in dem Gesechte mit ihren Vettern, des Pterelaus, Söhnen, umkamen. Apollod. lib. II. c. 4. §. 56 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Γοργοφόνα — Γοργοφόνᾱ , Γοργοφόνη fem nom/voc/acc dual Γοργοφόνᾱ , Γοργοφόνη fem nom/voc sg (doric aeolic) Γοργοφόνος Gorgon killing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”